- ἐχομένως
- ἔχωcheckpres part mp masc acc pl (doric)ἐχομένωςnext afterindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εχομένως — ἐχομένως και ἐχόμενα (ΑΜ) (επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχομαι) (με γεν.) αμέσως, έπειτα, κατόπιν, εν συνεχεία, σε άμεση επαφή, σε προέκταση αρχ. (με γεν.) 1. πλησίον, κοντά σε κάτι 2. μαζί με κάποιον, στο σπίτι κάποιου … Dictionary of Greek